Ο ποιητής, στιχουργός και μουσικός παραγωγός Κωστής Μουδάτσος χαρτογραφεί τη μουσική και ποιητική λαϊκή παράδοση της Κρήτης.
Μεγάλωσε με τον «Ερωτόκριτο», με ιστορίες για τους Χαΐνηδες προγόνους του, με τη λύρα, το θιαμπόλι και την ασκομαντούρα μέσα στη χαρμολύπη των λασιθιώτικων βουνών και με τη γνώση ότι ο λαϊκός πολιτισμός δεν είναι μόνο γλέντι, αλλά ο τρόπος να βλέπουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Ο συγγραφέας, ποιητής, στιχουργός και μουσικός παραγωγός Κωστής Μουδάτσος έχει αφιερώσει τη ζωή του στη συνέχιση και εξέλιξη της ποιητικής και μουσικής παράδοσης της Κρήτης. Και τώρα έχει βάλει σκοπό να δημιουργήσει ένα φυτώριο νέων συνεχιστών αυτής της κληρονομιάς με μια μεγάλη έκδοση αφιερωμένη στον λαϊκό πολιτισμό, στην κρητική μουσική και την ποίηση. Πρόκειται για μια έρευνα με λαογραφικά στοιχεία και με στόχο, όπως λέει, «να ανακαλύψουμε πώς αυτή η παράδοση εκφράζεται στο σήμερα και στη ζωή που ζούμε».
Η κρητική μουσική πάντα εξελίσσεται
Συναντηθήκαμε στο Ηράκλειο και ήταν όπως πάντα ευγενής και χαμηλόφωνος, με εκείνο το κρητικό ιδίωμα που τρώει τα σύμφωνα πάνω στην ανάσα των φωνηέντων. Μου μίλησε με πάθος για το εκδοτικό εγχείρημα στο οποίο συμμετέχουν πολλοί νέοι κάτω από τα τριάντα δίπλα σε ανθρώπους της δικής του γενιάς: «Χαρτογραφούμε τη σχέση της κρητικής μουσικής με τη βυζαντινή και το ρεμπέτικο, τη σχέση της με παλαιότερες μουσικές όπως ο πυρρίχιος, ερευνούμε τους σταθμούς αυτής της εξέλιξης μέχρι το έργο των σημερινών δημιουργών» εξηγεί. Η έκδοση της ομάδας, που αριθμεί περίπου σαράντα άτομα με ορμητήριο τον Μασταμπά και το Ατσαλένιο, θα είναι έτοιμη να εκδοθεί το φθινόπωρο και θα πλαισιωθεί με δράσεις και εκδηλώσεις σε όλο το νησί. Τον ρωτάω για τους νέους δημιουργούς και σε τι διαφέρουν από τους παλαιότερους. «Είναι νέα, διαβασμένα, ανήσυχα μυαλά της Κρήτης, ξέρουν τις ρίζες τους αλλά και τα σύγχρονα ρεύματα, γιατί ένα πλεονέκτημα που είχε πάντα η κρητική μουσική είναι ότι εξελίσσεται. Αλλιώς την παρέλαβαν ο Θανάσης Σκορδαλός και ο Κώστας Μουντάκης, αλλιώς τη συνέχισαν οι Ξυλούρηδες, ο Ρος Ντέιλι, η δική μου γενιά και οι Χαΐνηδες, αλλιώς συνεχίζουν τα νέα παιδιά τόσο στη μουσική όσο και στον στίχο. Πρέπει να τολμήσουν, να σπάσουν τα καλούπια της ωδειακής γνώσης, χρειάζονται ενίσχυση από εμάς τους παλαιότερους για να τολμήσουν και στον στίχο και στη μουσική».
Η νιότη του με τον Νίκο Ξυλούρη
Η συζήτησή μας γλιστράει στα δικά του νεανικά χρόνια, τότε που άκουσε πρώτη φορά τους πρωτομάστορες της Κρήτης, όταν «η “Ξαστεριά” ή το “Μοιρολόι της Βιάννου” ακούγονταν σε κάθε βεγγέρα στο χωριό», όταν «φτιάχναμε μουσικά όργανα με ξύλα και τέλια, κλέβαμε ρακή και σκαρώναμε μαντινάδες», όταν «η μάνα μου είχε στο προσκεφάλι της τον Καρυωτάκη και ο παππούς μου χόρευε στη ράχη της καρέκλας» θυμάται. Και βέβαια όταν άκουσε για πρώτη φορά τον Νίκο Ξυλούρη. «Ηταν σε γλέντι, πριν ακόμη γίνει διάσημος. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι μόλις εμφανίστηκε ο κόσμος έκανε απόλυτη ησυχία. Πριν ακόμη πιάσει τη λύρα. Ηταν μοναδικό ταλέντο αλλά δούλεψε κιόλας πολύ. Ο αδελφός του ο Ψαρογιάννης, με τον οποίο είχα την τύχη να συνεργαστώ πολλές φορές και τον θεωρώ μεγάλο σχολείο τόσο στη μουσική όσο και για τη γενικότερη στάση του καλλιτέχνη, μου έχει πει ότι έκαναν πρόβα καθημερινά επί οκτώ ώρες. Ο Νίκος είχε τεράστιες ανάσες, τεχνική, μνήμη, είχε καλλιεργήσει τη φωνή του και αυτοσχεδίαζε με φοβερή άνεση».
Και όταν χάθηκε; ρωτάω. Πώς τον πένθησε η Κρήτη; «Δεν θα ξεχάσω τον οδυρμό στα λιμάνια, τα σχολεία, τα σπίτια, στους δρόμους. Ολη η Κρήτη θρηνούσε και τραγουδούσε. Είχε πολλά σχέδια, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε. Στο νοσοκομείο Μεμόριαλ στην Αμερική τον θυμούνται να τραγουδάει μόνος του όταν κανείς δεν τον έβλεπε». Με αφορμή τους Ξυλούρηδες μου μιλάει για τα ριζίτικα, «την πολύτιμη κληρονομιά της Κρήτης που πρέπει να τη διαφυλάξουμε όπως μπορούμε», για τα τραγούδια που έγιναν ο εθνικός ύμνος της Κρήτης επί Τουρκοκρατίας, όπως το «Σε ψηλό βουνό» ή το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», για την περίεργη σχέση του Kρητικού με τον θάνατο και για τους πολεμιστές που άφηναν το τουφέκι και το σπαθί κι έπιαναν τη λύρα. Για την απέριττη, κοφτή δύναμη των ριζίτικων, που μοιάζουν με τα απότομα βουνά της Κρήτης.
Η διαδρομή του Κωστή Μουδάτσου είναι μεγάλη και πυκνή. Γράφει από μικρός, αλλά δεν εκδίδει συχνά. Το 2004 δημοσίευσε την ποιητική συλλογή «Αλήτες στα Βαλκάνια» και ακολούθησαν «Ο άσωτος που δεν επέστρεψε ποτέ», «Ο Διογένης ο Μοσχοκούζουλος» με αναφορές στην κρίση που έρχεται, «Τα πουλιά της ψυχής μου» και το 2022 «Η υφάντρα που υφαίνει και ξεφαίνει». Εχει γράψει στίχους σε μουσικά άλμπουμ, ο Ψαραντώνης έχει τραγουδήσει στίχους του, με τον Μιχάλη Ξυδάκη διοργανώνουν συναυλίες και μουσικά φεστιβάλ εντός και εκτός Κρήτης. Είναι ένας περήφανος λαϊκός αφηγητής, ένας περιπλανώμενος πραματευτής ήχων και στίχων. Για το τέλος κρατάει μια μαντινάδα: «Αλλος αέρας με φυσά σαν είμαι στο λιμάνι/ κι άλλος σαν είμαι στ’ ανοιχτά της θάλασσας με πιάνει».